- ρύμη
- [рими] ουσ. Θ. быстрота, напор.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ῥύμη — force fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμῃ — ῥύμη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελέρου. * * * η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν 1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.) 2. στενή οδός, σοκάκι νεοελλ. 1. (μηχανολ … Dictionary of Greek
ρύμη — η 1. ορμή, φορά, κυρίως στη φράση «στη ρύμη του λόγου του», καθώς μιλά κανείς γρήγορα. 2. στενός δρόμος, στενωπός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥύμαι — ῥύμη force fem nom/voc pl ῥύμᾱͅ , ῥύμη force fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμηι — ῥύμῃ , ῥύμη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυμῶν — ῥύμη force fem gen pl ῥῡμῶν , ῥυμός pole of a chariot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμαις — ῥύμη force fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμαισι — ῥύμη force fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμην — ῥύμη force fem acc sg (attic epic ionic) ῥύ̱μην , ῥύομαι se sru aor ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμης — ῥύμη force fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)